πρεσβυγενῆ

πρεσβυγενῆ
πρεσβυγενής
first-born
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
πρεσβυγενής
first-born
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
πρεσβυγενής
first-born
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Patriarchate — A patriarchate is the office or jurisdiction of a patriarch. A patriarch, as the term is used here, is either* one of the highest ranking bishops in Eastern Orthodoxy, the original five of Constantinople, Alexandria, Antioch, Rome and Jerusalem,… …   Wikipedia

  • πατριάρχης — Ο αρχηγός της πατριάς, όνομα που στην Παλαιά Διαθήκη αποδίδεται στους απώτερους προπάτορες των Εβραίων. Οι π. εκείνοι διακρίνονται σε προκατακλυσμιαίους (από τον Αδάμ έως το Νώε, δέκα συνολικά) και σε μετακατακλυσμιαίους (από τον Σημ, γιο του Νώε …   Dictionary of Greek

  • Αλεξάνδρειας, Πατριαρχείο — Ένα από τα αρχαιότερα πρεσβυγενή πατριαρχεία. Ο χριστιανισμός διαδόθηκε πολύ νωρίς στην Αίγυπτο και η ίδρυση της Εκκλησίας της Α. ανάγεται στους πρώτους χριστιανικούς χρόνους. Πρώτος επίσκοπος Α., σύμφωνα με την παράδοση, ήταν ο Ευαγγελιστής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”